πραγματοποιήσιμος

πραγματοποιήσιμος
-η, -ο, Ν
αυτός που μπορεί να πραγματοποιηθεί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πραγματοποιώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στον Σπ. Τρικούπη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • πραγματοποιήσιμος — η, ο αυτός που μπορεί να πραγματοποιηθεί (αντίθ. απραγματοποίητος): Πολλά από τα σχέδια της ζωής μας είναι πραγματοποιήσιμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ανεκτέλεστος — η, ο 1. εκείνος που δεν έχει εκτελεστεί, που παρέμεινε απραγματοποίητος 2. μη πραγματοποιήσιμος, ανέφικτος 3. αυτός που δεν θανατώθηκε. [ΕΤΥΜΟΛ. < εκτελώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1854 στον νομομαθή Π. Παπαρρηγόπουλο] …   Dictionary of Greek

  • επιτευκτός — ή, ό [επιτυγχάνω] κατορθωτός, πραγματοποιήσιμος, εφικτός …   Dictionary of Greek

  • εφαρμόσιμος — η, ο 1. αυτός που μπορεί να εφαρμοστεί, ο δεκτικός εφαρμογής 2. μτφ. κατορθωτός, εφικτός, πραγματοποιήσιμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < εφαρμόζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1861 στο περιοδικό Ελληνικός φιλολογικός σύλλογος Κων/πόλεως] …   Dictionary of Greek

  • εφικτός — ή, ό (ΑΜ ἐφικτός, ή, όν) αυτός τον οποίο μπορεί κάποιος να φθάσει, προσιτός, κατορθωτός, δυνατός, πραγματοποιήσιμος μσν. 1. (για το θείο) κατανοητός 2. αυτός που προσβάλλει, που πλήττει αρχ. 1. φρ. α) «ἐφικτόν ἐστι» είναι δυνατό να... β) «καθ… …   Dictionary of Greek

  • κατορθωτός — ή, όν [κατορθώ] 1. αυτός που μπορεί να κατορθωθεί, πραγματοποιήσιμος, εφικτός («αυτά που λες δεν είναι κατορθωτά») 2. το ουδ. ως ουσ. το κατορθωτό η δυνατότητα τής επίτευξης ενός έργου («δώσατέ με την άδειαν ν αμφιβάλλω περί τού κατορθωτού»,… …   Dictionary of Greek

  • μπορετός — ή, ό 1. αυτός που μπορεί να γίνει από κάποιον, δυνατός, κατορθωτός, εφικτός, πραγματοποιήσιμος 2. αυτός που έχει δύναμη, κραταιός, ισχυρός («γιατί κι οι δύο σα μπορετοί και βασιλιοί μεγάλοι», Ερωτόκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μπορώ + κατάλ. τός, κατά το… …   Dictionary of Greek

  • ουτοπικός — ή, ό αυτός που έχει τα χαρακτηριστικά ή την ιδιότητα τής ουτοπίας, χιμαιρικός, μη πραγματοποιήσιμος («ουτοπικός σοσιαλισμός»). επίρρ... ουτοπικώς και ά με ουτοπικό τρόπο, χωρίς δυνατότητα πραγματοποίησης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ουτοπία. Η λ. μαρτυρείται… …   Dictionary of Greek

  • τετράγωνο — Στη γεωμετρία είναι ένα τετράπλευρο με ίσες πλευρές και ίσες γωνίες, δηλαδή ορθές. Το τ. έχει διαγωνίους ίσες και κάθετες· αντίστροφα, ένα παραλληλόγραμμο είναι τ., όταν έχει ίσες και κάθετες διαγωνίους. Στην αριθμητική, το τ. ενός αριθμού είναι… …   Dictionary of Greek

  • ενδέχομαι — 1. συνήθ. στο γ εν. ως απρόσ., ενδέχεται είναι δυνατό, πιθανό, ενδεχόμενο, δεν αποκλείεται να συμβεί. 2. η μτχ. ενεστ. ως επίθ., ενδεχόμενος, η, ο που μπορεί ανάλογα με τις περιστάσεις να συμβεί, πιθανός, πραγματοποιήσιμος: Ενδεχόμενος πόλεμος. 3 …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”